- κινοῦντες
- κῑνοῦντες , κινέωset in motionpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подвизати — ПОДВИЗА|ТИ (53), Ю, ѤТЬ гл. 1.Двигать, сдвигать с места, перемещать: аще же телеса мертвымъ или кости подвизающе… конечнеѥ мѹчимi бѹдѹть. КР 1284, 253г; нозѣ по малꙊ подвиза˫а. СбТр XIV/XV, 205 об.; || шевелить; приводить в движение: но ни въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
COMAM dissipare — apud Senec. Troadib. actu 3. v. 468. ubi de Astyanacte, Cervice fusam dissipans latâ comam: Iactare est. Natura enim hoc affert, ut homines comati levi motu et iactatione cervicis crinem inaequaliter circumfusum et aliqua in parte conglobatum… … Hofmann J. Lexicon universale
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ … Dictionary of Greek